α) μέχρι 1.467 ευρώ 6% - 8% β) από 1.468 - 5.869 ευρώ 5% - 7% γ) από 5.870 - 14.673 ευρώ 4% - 6% δ) από 14.674 - 29.347 ευρώ 3% - 5% ε) από 29.348 - 146.735 ευρώ 2% - 4% στ) από 146.736 ευρώ και άνω 1% - 3%
Στον τελικό καθορισμό της αμοιβής εκτιμάται το αντικείμενο και η φύση της διαφοράς, ο χρόνος που χρειάσθηκε για τη μελέτη του φακέλου και η διάρκεια της διαιτητικής δίκης.
Τα έξοδα διαιτησίας περιλαμβάνουν οτιδήποτε έχει δαπανηθεί για τη διεξαγωγή της, όπως τη διεξαγωγή αυτοψίας, πραγματογνωμοσύνης, τα έξοδα μετακίνησης μαρτύρων, καθώς και την αμοιβή της Γραμματείας.
Οι συμμετέχοντες στη διαιτησία δύνανται να αποφασίσουν τη διακοπή και ματαίωση της διαιτητικής δίκης. Στην περίπτωση αυτή, ο συμβαλλόμενος που έχει την πρωτοβουλία της διακοπής είτε και όλοι οι συμβαλλόμενοι μπορούν, με έγγραφη δήλωσή τους προς τους διαιτητές που έχουν αναλάβει την επίλυση της διαφοράς, να ζητήσουν τον καθορισμό μειωμένης αμοιβής διαιτητών και εξόδων, ανάλογα με την εργασία που είχε γίνει μέχρι την ημέρα της ματαίωσης της διαιτησίας. Αν παραλείψουν την έγγραφη δήλωση, υποχρεούνται να καταβάλουν ολόκληρη την αμοιβή σύμφωνα με τις παραγράφους 45 και 46 του παρόντος άρθρου.
Ο συμβαλλόμενος που χάνει τη διαιτητική δίκη καταδικάζεται να καταβάλει τις αμοιβές των διαιτητών και τα έξοδα. Οι διαιτητές μπορούν να αποφασίζουν τον επιμερισμό και καταλογισμό της δαπάνης (αμοιβής και εξόδων) στα συμβαλλόμενα μέρη, ανάλογα με το βαθμό υπαιτιότητας του καθενός.
Οι αμοιβές των διαιτητών και τα έξοδα της διαιτησίας καταβάλλονται από τους υπόχρεους σε τραπεζικό λογαριασμό της Ε.Ε.Τ.Τ., στους οποίους παραδίδεται έγγραφη απόδειξη πληρωμής. Οι διαιτητές εισπράττουν την αμοιβή τους από την αρμόδια υπηρεσία της Ε.Ε.Τ.Τ., η οποία εκδίδει τα αντίστοιχα εντάλματα πληρωμής, σύμφωνα με σχετικό έγγραφο της Γραμματείας της Επιτροπής. Η διάταξη του άρθρου 161 του ν.δ. 3026/1954 (Α΄ 235) εφαρμόζεται και στις αμοιβές των δικηγόρων από διαιτησίες.
Οι διατάξεις του Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας για τη διαιτησία εφαρμόζονται συμπληρωματικά σε κάθε περίπτωση που δεν ρυθμίζεται ειδικά ή διαφορετικά από το παρόν άρθρο.
Άρθρο 37 Ασφάλεια και ακεραιότητα δικτύων και υπηρεσιών
1. Οι επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που διατίθενται στο κοινό λαμβάνουν πρόσφορα τεχνικά και οργανωτικά μέτρα για την κατάλληλη διαχείριση του κινδύνου όσον αφορά στην ασφάλεια των δικτύων και υπηρεσιών. Τα μέτρα αυτά, λαμβάνοντας υπόψη τις πλέον πρόσφατες τεχνικές δυνατότητες, πρέπει να εξασφαλίζουν επίπεδο ασφάλειας ανάλογο προς τον υφιστάμενο κίνδυνο. Οι επιχειρήσεις αυτές λαμβάνουν ιδίως μέτρα για την αποτροπή και ελαχιστοποίηση των επιπτώσεων από περιστατικά ασφαλείας που επηρεάζουν τους χρήστες και τα διασυνδεμένα δίκτυα.
2. Οι επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών λαμβάνουν όλα τα κατάλληλα μέτρα για την εξασφάλιση της ακεραιότητας των δικτύων τους έτσι ώστε να διασφαλίζεται η συνέχεια της παροχής των υπηρεσιών που διανέμονται μέσω των δικτύων αυτών.
Τα μέτρα των παραγράφων 1 και 2 καθορίζονται από την Αρχή Διασφάλισης του Απορρήτου των Επικοινωνιών (Α.Δ.Α.Ε.) με κανονιστικές πράξεις.
Oι επιχειρήσεις που παρέχουν πρόσβαση σε δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή σε υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που διατίθενται στο κοινό κοινοποιούν στην
E.E.T.T. κάθε παραβίαση της ασφάλειας ή απώλεια της ακεραιότητας που είχε σημαντικό αντίκτυπο στη λειτουργία δικτύων ή υπηρεσιών, η οποία με τη σειρά της κοινοποιεί κάθε παραβίαση της ασφάλειας ή απώλεια της ακεραιότητας στην Α.Δ.Α.Ε., κατ’ εφαρμογή της παραγράφου 8.
Κατά περίπτωση, ηΑ.Δ.Α.Ε. ενημερώνει τις αρμόδιες εθνικές αρχές στα άλλα κράτη -μέλη, καθώς και τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό για την Ασφάλεια Δικτύων και Πληροφοριών (ENISA). ΗΕ.Ε.Τ.Τ. μπορεί να ενημερώσει το κοινό ή να απαιτήσει την ενημέρωση αυτή από τις επιχειρήσεις, εφόσον κρίνει ότι η αποκάλυψη της παραβίασης είναι προς το δημόσιο συμφέρον.
ΗΕ.Ε.Τ.Τ. υποβάλλει κατ’ έτος στην Ευρωπαϊκή Επιτροπή και στον ENISA συνοπτική έκθεση σχετικά με τις κοινοποιήσεις που έχει παραλάβει και τη δράση που έχει αναλάβει σύμφωνα με την παρούσα παράγραφο.
ΗΕ.Ε.Τ.Τ. μπορεί να εκδίδει δεσμευτικές υποδείξεις, στο πλαίσιο εφαρμογής των κανονιστικών πράξεων των παραγράφων 1 και 2 του παρόντος, όσον αφορά στην ασφάλεια των δικτύων και υπηρεσιών και στην εξασφάλιση της ακεραιότητας των δικτύων τους, συμπεριλαμβανομένων εκείνων που αφορούν τις προθεσμίες εφαρμογής, προς τις επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών διαθέσιμες στο κοινό.
ΗΕ.Ε.Τ.Τ. μπορεί να απαιτεί από τις επιχειρήσεις που παρέχουν δημόσια δίκτυα επικοινωνιών ή υπηρεσίες ηλεκτρονικών επικοινωνιών που διατίθενται στο κοινό να παρέχουν πληροφορίες απαραίτητες για την εκτίμηση της ασφάλειας και της ακεραιότητας των υπηρεσιών και δικτύων τους, περιλαμβανομένων τεκμηριωμένων πολιτικών ασφαλείας, κατ’ εφαρμογήν των κανονιστικών πράξεων που εκδίδονται σύμφωνα με την παράγραφο 3 του παρόντος.
Ο έλεγχος ασφάλειας διενεργείται από την Α.Δ.Α.Ε., η οποία θέτει τα σχετικά πορίσματά της στη διάθεση της Ε.Ε.Τ.Τ.. Το κόστος του ελέγχου επιβαρύνει την ελεγχόμενη επιχείρηση.
ΗΑ.Δ.Α.Ε., κατά την άσκηση του ελέγχου της, έχει την εξουσία και τις αρμοδιότητες που προβλέπονται από το ν. 3115/2003 (Α΄47), το ν. 703/1977 (Α΄278) και το ν. 3674/2008 (Α΄136), όπως ισχύουν.
Άρθρο 38 Παροχή πληροφοριών
1. Οι επιχειρήσεις που λειτουργούν υπό καθεστώς Γενικής Άδειας υποχρεούνται να παρέχουν όλες τις πληροφορίες στην Ε.Ε.Τ.Τ., κατόπιν αιτήματός της, συμπεριλαμβανομένων των χρηματοοικονομικών πληροφοριών που απαιτούνται, προκειμένου να διασφαλίζεται η συμμόρφωσή τους προς τις διατάξεις της νομοθεσίας